Οστεοπόρωση

Πρόληψη – Διερεύνηση – Θεραπεία

Μείωση της οστικής πυκνότητας – εύθραυστο οστό

Μία συστηματική σκελετική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού, με αποτέλεσμα τη μειωμένη μηχανική αντοχή των οστών και τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Η οστεοπόρωση και τα οστεοπορωτικά κατάγματα αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο επιδημιολογικό πρόβλημα και για τα δύο φύλα, καθώς σχετίζονται με την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας.

Ο πρωτεύων στόχος στα πλαίσια αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης είναι η πρόληψη των οστεοπορωτικών καταγμάτων.

Αναγνωρισμένοι επιδημιολογικά παράγοντες κινδύνου (εκτός της εθνικότητος):

– Ηλικία

– Φύλο

– Χαμηλός (μικρότερος του 20) δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ)

– Προηγούμενο κάταγμα χαμηλής βίας, ιδίως ισχίου, καρπού ή ΣΣ

(συμπεριλαμβανομένων και των ακτινολογικών καταγμάτων σπονδύλων)

– Ιστορικό κατάγματος ισχίου γονέως

– Αγωγή με κορτικοειδή (ισοδύναμο τουλάχιστον 5 mg πρεδνιζολόνης την ημέρα,

επί 3 μήνες τουλάχιστον), οποτεδήποτε στο παρελθόν

– Ενεργό κάπνισμα

– Χρήση οινοπνεύματος (3 μονάδες οινοπνεύματος και άνω την ημέρα)

– Ρευματοειδής αρθρίτις

– Δευτεροπαθής οστεοπόρωση: Ανδρικός ή γυναικείος υπογοναδισμός χωρίς αγωγή, (π.χ. πρώιμη εμμηνόπαυση, αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή ή ορχεκτομή, ψυχογενής ανορεξία, χημειοθεραπεία μετά από καρκίνο μαστού, ανεπάρκεια υποφύσεως, αγωγή καταστολής ανδρογόνων σε άνδρες με καρκίνο προστάτη), φλεγμονώδεις παθήσεις του πεπτικού, όπως νόσος Crohn ή ελκώδης κολίτις. Παρατεταμένη ακινητοποίηση, (π.χ. κάκωση νωτιαίου μυελού, νόσος Parkinson, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, μυϊκή δυστροφία, αγκυλοποιητική σπονδυλίτις). Μεταμόσχευση οργάνων, σακχαρώδης διαβήτης Ι και ΙΙ, παθήσεις θυρεοειδούς (π.χ. παραμελημένος υπερθυρεοειδισμός ή υπερθεραπευόμενος υποθυρεοειδισμός), χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.

Η προσπάθεια αποφυγής της εμφάνισης των καταγμάτων χαμηλής βίας (σπονδυλικά κατάγματα, κατάγματα του ισχίου, κατάγματα της πηχεοκαρπικής) καθιστά αναγκαία την κλινική εκτίμηση των ανθρώπων για οστεοπόρωση. Είναι σαφές ότι μέσα στον γενικό όρο οστεοπόρωση περικλείονται πολλά νοσήματα – σύνδρομα – καταστάσεις που ως αποτέλεσμα έχουν το εύθραυστο οστό.

Η κλινική εκτίμηση των ανθρώπων για οστεοπόρωση, ουσιαστικά επιβάλλει την υποβολή τους σε πλήρη κλινικό, εργαστηριακό, απεικονιστικό, διαφοροδιαγνωστικό έλεγχο, με σκοπό την ταυτοποίηση της νοσηρής τους κατάστασης, ώστε να είναι εφικτή η αιτιολογική της θεραπεία.

Οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις οι οποίες εφαρμόζονται σήμερα στην οστεοπόρωση διακρίνονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση της κλινικής τους δράσης. Όλα τα εγκεκριμένα φάρμακα της οστεοπόρωσης επιφέρουν μείωση των σπονδυλικών καταγμάτων και ορισμένα επιφέρουν μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων ή/και των καταγμάτων του ισχίου, σε ασθενείς με οστεοπόρωση.

Η πρόληψη μέσω του κλινικού, εργαστηριακού και απεικονιστικού ελέγχου και εν συνεχεία οι φαρμακευτικές παρεμβάσεις σε συνδυασμό με την άσκηση, την πρόληψη των πτώσεων και τη σωστή διατροφή μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας που σχετίζονται με το πρώτο οστεοπορωτικό κάταγμα και με όλα τα επόμενα κατάγματα.